
Θα μου επιτρέψετε, για την οικονομία της συζήτησης, να παραδοξολογήσω κάπως και να μοιραστώ μαζί σας μερικές σκέψεις μου αρχικά περί του ορισμού του λαϊκισμού.
Στο δημόσιο λόγο ελάχιστοι πολιτικοί αυτοχαρακτηρίζονται ως λαϊκιστές. Όσοι το κάνουν, φροντίζουν πρώτα να επαναπροσδιορίσουν τον όρο με έναν τρόπο «φιλικό» προς το κοινό, ώστε να συνάδει περισσότερο με μια πιο δημοφιλή χρήση της έννοιας της δημοκρατίας.
Στον αντίποδα, όταν ένα πολιτικός κατηγορεί έναν πολιτικό αντίπαλο ως λαϊκιστή, συνήθως καταγγέλλει μια μορφή πολιτικής που χρησιμοποιεί ένα «πολεμικό» ύφος μέσα από μιας δημώδη γλώσσα, που του προσδίδει στοιχεία πολιτικής ηγεσίας. Ένα λόγο δηλαδή, Stammtisch στα γερμανικά, «καφενειακό» θα μπορούσαμε να τον αποδώσουμε στα Ελληνικά.
Κατά τη γνώμη μου, κανένα από τα παραπάνω γνωρίσματα δεν αρκούν για να προσδιορίσουμε ή πολύ περισσότερο για να κατανοήσουμε τον λαϊκισμό. Υπάρχουν πράγματι πολλοί λαϊκιστές που υπόσχονται τα πάντα σε όλους – δημαγωγούν δηλαδή- ή μιλούν μια δημώδη γλώσσα. Μη ξεχνάμε όμως ότι το ίδιο κάνουν συχνά και αρκετοί μη λαϊκιστές πολιτικοί, π.χ. κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής εκστρατείας.
Αντιστρόφως, ενώ κάποιοι επιτυχημένοι λαϊκιστές είναι χαρισματικοί ηγέτες κάποιοι άλλοι δεν είναι. Είναι νομίζω άδικο να ταυτίζουμε το σύνολο των λαϊκιστών ηγετών ως χαρισματικών, όταν υπάρχουν πολλοί επιτυχημένοι μη λαϊκιστές ηγέτες που θεωρούνται -και είναι- χαρισματικοί.
Εάν λοιπόν ο λαϊκισμός δεν είναι απλώς μια άσκηση πολεμικού ύφους, τότε τι ακριβώς είναι;
Στη δική μου οπτική ο λαϊκισμός είναι κατ’ αρχάς μια ιδεολογία. Μια ιδεολογία που βλέπει την κοινωνία διαιρεμένη σε δύο ομοιογενείς και ανταγωνιστικές μεταξύ τους ομάδες: Τον «αγνό» λαό από τη μία και τη «διεφθαρμένη» ελίτ από την άλλη. Σε αυτό το πλαίσιο, η Πολιτική για τους λαϊκιστές πρέπει να υπηρετεί και να εκφράζει τη «γενική βούληση» του λαού.
Τώρα, το ποιος είναι ο «λαός» και ποια είναι η «ελίτ» καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από μια άλλη ιδεολογία, την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ιδεολογία –ξενιστή, υπό την έννοια ότι σε αυτήν «προσκολλάται» ο λαϊκισμός. Στη Δεξιά η ιδεολογία αυτή είναι συνήθως μια εκδοχή του εθνικισμού, του αυταρχισμού ή του νατιβισμού. Στην Αριστερά, συνήθως μια εκδοχή του σοσιαλισμού.
Η γνώμη μου είναι ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε τα δεξιά λαϊκίστικά κόμματα ανά την Ευρώπη αν δε λάβουμε υπόψη μας μια εκδοχή του εθνικισμού ή νατιβισμού. Αντίστοιχα, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τον λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ ή των Podemos αν δε λάβουμε υπόψη μας μια εκδοχή του σοσιαλισμού.
Αυτό που κάνει η λαϊκίστικη ιδεολογία, όπως τη σκιαγραφήσαμε προηγουμένως, είναι να εμφιλοχωρεί σε αυτές τις ιδεολογίες και να τους προσδίδει στην ουσία ένα ηθικολογικό περιεχόμενο. Υπό αυτήν έννοια, ο διαχωρισμός ανάμεσα στο λαό και την ελίτ δεν είναι ταξικός ούτε είναι γεωγραφικός. Είναι καθαρά ηθικός.
Είναι προφανές ότι, αν οι λαϊκιστές εκφράζουν τη φωνή όλου του λαού, την vox populi, τότε, στη λογική τους, οποιοσδήποτε πολιτικός εκφράζει μια διαφορετική άποψη εξυπηρετεί «συγκεκριμένα συμφέροντα», εγχώρια ή ξένα. Είναι μέρος της «ελίτ».
Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να ερμηνεύσουμε δύο φαινόμενα. Πρώτον, την ύπαρξη μιας πολωμένης πολιτικής αντιπαράθεσης που καλλιεργούν οι λαϊκιστές ανά την Ευρώπη και δεύτερον, γιατί από την πολιτική πρακτική και το πολιτικό λεξιλόγιο τους απουσιάζει η λέξη συμβιβασμός. Συμβιβασμός για τους λαϊκιστές σημαίνει μόλυνση του λαού με τη διαφθορά με την οποία είναι εμποτισμένη η ελίτ, γι' αυτό και σε κάθε μορφή του πρέπει να απορρίπτεται.
Συνεπάγονται τα παραπάνω γνωρίσματα του λαϊκισμού την άρνηση της Δημοκρατίας, όπως καταγγέλλουν οι επικριτές του;
Κατά τη γνώμη μου όχι. Ο λαϊκισμός δεν αρνείται τη Δημοκρατία: Υποστηρίζει τόσο τη λαϊκή κυριαρχία όσο και τον κανόνα της πλειοψηφίας. Είναι συνεπώς λάθος να χαρακτηρίζουμε τα λαϊκίστικα κόμματα ως μη δημοκρατικά.
Μικρή αλλά χρήσιμη παρένθεση: η Χρυσή Αυγή δεν είναι ένα λαϊκίστικο κόμμα. Η Χρυσή Αυγή είναι ένα αντιδημοκρατικό, εξτρεμιστικό ακροδεξιό κόμμα, το πιο σημαντικό αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη. Συνεπώς, χρήζει, κατά τη γνώμη μου, διαφορετικής αντιμετώπισης από τα λαϊκίστικα κόμματα.
Από ιδεολογική σκοπιά, ο μεγάλος αντίπαλος του λαϊκισμού είναι η φιλελεύθερη δημοκρατία.
Αυτό που στην ουσία εκφράζει και προσφέρει ο λαϊκισμός είναι μια μισαλλόδοξη, μη φιλελεύθερη, δημοκρατική απάντηση σε ζητήματα που εν πολλοίς δημιούργησε η φιλελευθεροποίηση των κοινωνιών.
Αυτό συμβαίνει γιατί η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων ή των μειονοτήτων η οποία ενδυναμώθηκε τα τελευταία 40 χρόνια στην Ευρώπη συχνά έρχεται σε αντίθεση ή ακόμη αποδυναμώνει την πλειοψηφία.
Στο σημερινό φιλελεύθερο πλαίσιο υπάρχει ένα μεγάλο μέρος των πολιτών που δε βλέπει τον εαυτό του ως ωφελημένο από την αύξηση της ατομικής ελευθερίας. Τον βλέπει αντίθετα ως κομμάτι μιας συλλογικότητας που χάνει τον ζωτικό της χώρο, δηλαδή τη δυνατότητα να διαμορφώνει το περιβάλλον της κυριαρχικά. Αυτά τα άτομα συνήθως είναι τα πρώτα "θύματα" των λαϊκιστών.
Ένα δεύτερο ερώτημα που πρέπει νομίζω να απασχολήσει τη συζήτηση μας είναι κατά πόσο τα λαϊκίστικα κόμματα ευνοούνται σε περιόδους οικονομικής κρίσης.
Η απάντηση που δίνω - και θέτω στην κρίση σας - είναι ότι η οικονομική κρίση δεν ευνοεί ιδιαίτερα τα λαϊκίστικα κόμματα, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως αριστερό λαϊκίστικο κόμμα αποτελεί μια ειδική περίπτωση στην οποία θα αναφερθώ παρακάτω.
Γενικότερα, η εκλογική εμπειρία δείχνει ότι οι πολίτες σε περιόδους οικονομικής αστάθειας τείνουν να εμπιστεύονται τα παραδοσιακά κόμματα και δοκιμασμένους πολιτικούς. Αν κοιτάξουμε προσεκτικά τις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες επικρατεί οικονομική σταθερότητα, θα δούμε ότι η εκλογική επιτυχία των δεξιών λαϊκιστών οφείλεται στην προώθηση μιας ατζέντας η οποία ευνοείται από μια συγκυρία που έχει να κάνει με θέματα, όπως η μετανάστευση ( Γερμανία) η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (Βρετανία) η τρομοκρατία (Γαλλία), η διαφθορά των ελίτ ( Ιταλία).
Αλλά και πάλι: Τα παραπάνω αφορούν ζητήματα που στην πραγματικότητα βρίσκονται στον πυρήνα της λαϊκίστικης δεξιάς ήδη από τη δεκαετία του 70. Γιατί ο λαϊκισμός είναι επιτυχημένος, τώρα, σήμερα;
Θα αναφερθώ συνοπτικά σε 3 λόγους που καταδεικνύουν ορισμένους παράγοντες τόσο της ζήτησης όσο και της προσφοράς της λαϊκίστικης πολιτικής.
Ο πρώτος είναι ότι ένα κομμάτι του ευρωπαϊκού εκλογικού σώματος πιστεύει ότι σημαντικά ζητήματα δεν αντιμετωπίζονται σήμερα επαρκώς από τις παραδοσιακές ελίτ.
Τα παραδοσιακά κόμματα μοιάζουν να αγνοούν ότι ο λαϊκισμός μπορεί μεν να δίνει τις λάθος απαντήσεις στα σημερινά προβλήματα αλλά τα ερωτήματα που θέτει είναι συνήθως σωστά.
Προβλήματα όπως η μετανάστευση, η τρομοκρατία, η πολυπολιτισμικότητα, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, δεν συμπεριλαμβάνονται στην προεκλογική τους εκστρατεία. Ως αποτέλεσμα έχει δημιουργήσει μια ευρεία πολιτική δυσαρέσκεια η οποία αποτελεί γόνιμο έδαφος για την ανάδυση λαϊκίστικων κομμάτων.
Υπό αυτή την οπτική, δε θεωρώ τυχαία την επιτυχία του Μακρόν ο οποίος επέλεξε να εντάξει σε περίοπτη θέση της προεκλογικής του ατζέντας το ζήτημα της Ευρώπης. Ούτε θεωρώ τυχαία την λιγότερο του αναμενομένου επιτυχία των χριστιανοδημοκρατών και την αποτυχία των σοσιαλδημοκρατών στην Γερμανία οι οποίοι μίλησαν λιγότερο και με μια δόση ασάφειας για το ζήτημα της μετανάστευσης, σε σχέση με το AfD.
Ένας δεύτερος λόγος που εξηγεί την επιτυχία του λαϊκισμού είναι η εμπέδωση μιας αντίληψης που θεωρεί τις εθνικές πολιτικές ελίτ «όλες ίδιες».
Δεν θα επεκταθώ περισσότερο, θα πω απλώς ότι η σύγκλιση που παρατηρείται τα τελευταία είκοσι χρόνια σε σημαντικά πολιτισμικά και οικονομικά ζητήματα έχει αποξενώσει ένα μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων από την παραδοσιακή κομματική τους βάση, αφήνοντας το χωρίς πολιτική φωνή. Το κενό αυτό καλύπτεται εν μέρει από τα λαϊκίστικα κόμματα.
Τρίτον, ένα σημαντικό τμήμα των ευρωπαίων ψηφοφόρων θεωρεί ότι οι εθνικές ελίτ είναι ουσιαστικά «ανίσχυρες».
Τα παραδοσιακά κόμματα δεν έχουν καταφέρει ακόμη να διαχειριστούν επικοινωνιακά και επί της ουσίας την εντυπωσιακή μεταβίβαση εξουσίας από το εθνικό στο ευρωπαϊκό επίπεδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία 30 χρόνια. Λαμβάνοντας συγκεχυμένα μηνύματα από τις παραδοσιακές ελίτ οι οποίες, πότε ισχυρίζονται ότι είναι ανίσχυρες όταν εφαρμόζουν μη δημοφιλείς πολιτικές και πότε ότι έχουν τον απόλυτο έλεγχο στην περίπτωση δημοφιλών πολιτικών, οι πολίτες καταλήγουν ότι οι πολιτικές ελίτ τους εξαπατούν. Ο απλοϊκός μεν καθαρός δε πολιτικός λόγος των λαϊκίστικων κομμάτων προσφέρει εδώ ένα «ασφαλές» καταφύγιο.
Ολοκληρώνω με δύο λόγια για την ελληνική εκδοχή του λαϊκισμού όπως αυτός αποτυπώνεται στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ και των Ανεξαρτήτων Ελλήνων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – και σε ένα μικρότερο βαθμό οι Podemos στην Ισπανία – υπενθύμισαν στην Ευρώπη ότι ο λαϊκισμός δεν είναι αναγκαίο να είναι ακροδεξιός. Μπορεί κάλλιστα να είναι αριστερός, δηλαδή να ενσωματώνει κοινωνικές και οικονομικές διεκδικήσεις ως αποτέλεσμα προφανώς της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε στην Ελλάδα το 2010.
Ωστόσο, η αναγωγή της εκλογικής επιτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ στην οικονομική κρίση είναι μόνο εν μέρει σωστή. Και άλλες χώρες βρέθηκαν στη δίνη της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων χωρίς να ευδοκιμήσει μια εκλογική επιτυχία κάποιου αριστερού λαϊκισμού.
Πρώτον, η προσέγγιση αυτή αδυνατεί να προσφέρει μια εξήγηση σε τουλάχιστον δυο άλλα ζητήματα: Πρώτον, τη, χωρίς ουσιαστικά προβλήματα, κυβερνητική συνύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝ.ΕΛ., ένα δηλαδή δεξιό εθνικιστικό και ξενοφοβικό κόμμα.
Δεύτερον, το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα, μετά τη μνημονιακή στροφή και την απομάγευση των υποσχέσεων του, ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρείται σε δημοσκοπικά ποσοστά πολλαπλάσια από αυτά που εμφάνιζε πριν την οικονομική κρίση, περίπου στο 20% σε σχέση με το 3% πριν το 2009.
Αν υπάρχει ένα δίδαγμα που πρέπει να αντλήσουμε από την ελληνικό λαϊκισμό, αυτό είναι ότι ο εθνικισμός δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του δεξιού λαϊκισμού, αλλά μπορεί να συνυπάρξει κάλλιστα και με τον αριστερό λαϊκισμό.
Ισχύει βέβαια και το αντίστροφο: Ούτε οι οικονομικές διεκδικήσεις αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο του αριστερού λαϊκισμού. Οι ΑΝ.ΕΛ με τον έντονο οικονομικό προστατευτισμό που διακηρύσσουν από κοινού με την «αντιπλουτοκρατική» φυσιογνωμία που προωθούν, το επιβεβαιώνουν.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι άγνωστο στους πολιτικούς επιστήμονες: ονομάζεται εθνικολαϊκισμός και έχει ίσως ως πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον περονισμό στην Αργεντινή. Στην ελληνική του εκδοχή, ο εθνικολαϊκισμός επιβεβαιώθηκε γιατί και τα δύο κόμματα, εν μέσω κρίσης, διαπλάστηκαν ιδεολογικά και εν συνεχεία γιγαντώθηκαν εκλογικά, μέσα από την ίδια κοινωνική μήτρα και το ίδιο εκλυτικό κοινωνικό και πολιτικό γεγονός: Το κίνημα των Αγανακτισμένων.
Το κίνημα αυτό κληρονόμησε στα δύο αυτά κόμματα τα εξής στοιχεία: Μια συμβολική απεικόνιση ενός αδιαίρετου λαού που παραμερίζει τις όποιες ιδεολογικές, ταξικές ή κοινωνικές διαφορές του για να καταγγείλει και να διαμαρτυρηθεί, προσφέροντας, την ίδια στιγμή, ένα εθνικιστικό προσανατολισμό αυτής της διαμαρτυρίας.
Η διαμαρτυρία αυτή δεν επικαιροποίησε απλώς ένα αίτημα για κοινωνική απελευθέρωση από τις εθνικές ελίτ, αλλά κυρίως μια βαθιά ριζωμένη αντιφασιστική κληρονομιά για εθνική απελευθέρωση, αυτή τη φορά από το διεθνές κεφάλαιο, το ΔΝΤ, τους τραπεζίτες, τη Γερμανία.
Το ιδιαίτερο γνώρισμα του ελληνικού λαϊκισμού λοιπόν είναι ότι η καταγγελία των εγχώριων πολιτικών ελίτ αναδιπλασιάστηκε με αυτές των ξένων μέσα από μια θεωρία συνωμοσίας όπου οι πρώτες θεωρούντο στην υπηρεσία των δεύτερων.
Όταν συμβαίνει κάτι αντίστοιχο, ο εχθρός δεν μηχανορραφεί απλά εναντίον των λαϊκών, αλλά και των εθνικών συμφερόντων. Το γεγονός ότι το συμφέρον των λαϊκών στρωμάτων συμπίπτει με το εθνικό, διευκόλυνε αφάνταστα το ΣΥΡΙΖΑ να ενσωματώσει ένα «δεξιό» αίτημα για «εθνική κυριαρχία» και να το «πλασάρει» ως αριστερό. Υπό αυτήν έννοια ο ΣΥΡΙΖΑ μετατράπηκε σε ένα εθνικιστικό και «ξενοφοβικό» κόμμα.
Η ερμηνεία αυτή μας βοηθά να κατανοήσουμε, στο ιδεολογικό τουλάχιστον πεδίο, την ορθολογικότητα της συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ στην κυβέρνηση. Μια συνεργασία που σε πολλούς αριστερούς στην Ευρώπη φαντάζει ακόμη και σήμερα αλλόκοτη.
Μπορεί επίσης να εξηγήσει τη δημοσκοπική, αν όχι εκλογική, αντοχή τους στο χρόνο, παρά την εξαπάτηση, και την σκληρή οικονομική πολιτική που ακολουθούν.
Δυστυχώς, το βασικό αφήγημα του συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝ.ΕΛ., όπως αυτό διαμορφώθηκε στη πλατεία Συντάγματος το καλοκαίρι του 2011, δεν έχει καταρριφθεί ακόμη επαρκώς.
Και αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το στοίχημα που οι ελληνικές φιλοευρωπαϊκές ελίτ πρέπει να κερδίσουν από εδώ και πέρα, ώστε η έξοδος από την οικονομική κρίση να αποκτήσει μια στέρεη βάση.
Σας ευχαριστώ.
留言