top of page

Νέα εποχή στο τραπεζικό σύστημα



Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι


Μετά την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, την πρόωρη εξόφληση του δανείου προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μετά την - προσφάτως ανακοινωθείσα και ήδη δρομολογημένη - έξοδο από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, στο οποίο η χώρα μας εισήλθε το 2018, το σχέδιο νόμου που συζητούμε σήμερα έρχεται να κλείσει ένα ακόμη δύσκολο κεφάλαιο της πολυετούς οικονομικής κρίσης που δοκίμασε τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.


Θεσμός - ορόσημο αυτής της πολυετούς κρίσης, αποτέλεσε αναμφίβολα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ένας ανεξάρτητος φορέας υπαγόμενος στην Ελληνική Δημοκρατία που θεσπίστηκε το 2010,

με κύρια αποστολή τη διατήρηση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.


Μια αποστολή που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι έφερε σε πέρας με επιτυχία, αφού για πέντε χρόνια λειτούργησε ως φορέας διάσωσης των τραπεζών, παρεμβαίνοντας συνολικά τρείς φορές, μέσω της τοποθέτησης κεφαλαίων και την ολοκλήρωση των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και της Τράπεζας Αττικής, συμβάλλοντας, έτσι, καθοριστικά στο να αποφευχθούν δραματικές επιπτώσεις, όπως το «κούρεμα» καταθέσεων πολιτών και επιχειρήσεων που συνέβη σε άλλες χώρες.


Ο θετικός ρόλος του Ταμείου, ωστόσο, δε σταματά εδώ.


Θα πρέπει να καταγραφεί η συμβολή του σε μια σειρά από άλλους τομείς, όπως η καθοδήγηση της πορείας των τραπεζών προς μια μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα, μέσω της εποπτείας των σχεδίων αναδιάρθρωσης τους, η τεχνοκρατική υποστήριξη των τραπεζών στην επίλυση του ζητήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η βελτίωση της εταιρικής διακυβέρνησης των τραπεζών.

Επιπλέον, από το 2021, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας λειτουργεί και ως φορέας με επενδυτικά κριτήρια, αξιοποιώντας τα κεφάλαιά του, με σκοπό την αύξηση της αξίας των μετοχών των ελληνικών τραπεζών.


Σε αυτό το πλαίσιο, τα όποια έσοδά του αποδίδονται στο Υπουργείο Οικονομικών, με σκοπό την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους, συμβάλλοντας έτσι στο να εξευρεθεί ένας επιπλέον δημοσιονομικός χώρος για την υλοποίηση των κυβερνητικών προτεραιοτήτων.


Οφείλουμε όμως να αναγνωρίσουμε ότι οι οικονομικές συνθήκες που επέβαλαν την ίδρυσή του το 2010,

δεν είναι ίδιες με αυτές του 2022 - ευτυχώς θα πρόσθετα εδώ.


Από το ύψος των 136,9 δισ. ευρώ που ήταν οι καταθέσεις στις τράπεζες τον Ιούνιο του 2019,

σήμερα διαμορφώνονται στα 178,2 δισ. ευρώ - το υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη της κρίσης, το 2010.


Τα «κόκκινα» δάνεια, σήμερα, διαμορφώνονται, από το 43,6% που τα παρέδωσε η προηγούμενη κυβέρνηση,

στο 12,1% του συνόλου των δανείων, στο χαμηλότερο επίπεδο από την έναρξη της κρίσης, το 2010,

ενώ 2 συστημικές τράπεζες βρίσκονται ήδη κάτω από το 10%.


Με απλά λόγια: το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σήμερα στην καλύτερη δυνατή θέση, εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ένα τραπεζικό σύστημα που, ωστόσο, πρέπει να κάνει το επόμενο μεγάλο βήμα, που δεν είναι άλλο από την ανάκτηση της πλήρους αυτονομίας του.


Η χθεσινή, επί της αρχής, στάση των κομμάτων επί του σχεδίου νόμου, ανέδειξε, πιστεύω, με τον πλέον εμφατικό τρόπο, τις, στρατηγικού χαρακτήρα, διαφορές που χωρίζουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως προς το πως αντιλαμβάνονται τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος,

την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας.


Η πρώτη διαφωνία συνοψίζεται ως εξής: Το ελληνικό δημόσιο θα πρέπει να διαθέτει το δικό του πυλώνα στο τραπεζικό σύστημα, ώστε να έχει ρόλο στη χάραξη μιας συγκεκριμένης χρηματοπιστωτικής πολιτικής με στόχους κοινωνικούς και αναπτυξιακούς.


Πράγματι αυτή είναι μια ουσιώδης διαφορά με την προσέγγιση της Νέας Δημοκρατίας: Η ελληνική κοινωνία έχει χειροπιαστές αποδείξεις από τη λειτουργία των τραπεζών υπό κρατικό έλεγχο, από τη δεκαετία του ’80 και αργότερα:


Ποιος ξεχνά τα, κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, υψηλότερα επιτόκια από τον εκάστοτε πληθωρισμό,

που απέτρεψαν για χρόνια την πρόσβαση του ελληνικού νοικοκυριού και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων,

σε στεγαστικά δάνεια και άλλες μορφές ιδιωτικής χρηματοδότησης;


Ποιος ξεχνά τα δεκάδες θαλασσοδάνεια και τις απώλειες χαρτοφυλακίων που μεταφράστηκαν σε ζημιές και διαγραφές απαιτήσεων που χρειάστηκαν δεκαετίες για να απορροφηθούν;


Ποιος ξεχνά την αδυναμία υγειών επιχειρήσεων να χρηματοδοτηθούν και να επεκταθούν

επειδή δεν είχαν το δικό τους μπάρμπα στην τραπεζική Κορώνη;


Ποιος ξεχνά τις τεχνοκρατικά ανεπαρκείς διοικήσεις και τις πολιτικές παρεμβάσεις που υπαγόρευαν, όχι μόνο τις στρατηγικές πρωτοβουλίες αλλά και την καθημερινότητα στη διοίκηση των τραπεζών;


Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνεται το ρόλο του δημοσίου στο τραπεζικό σύστημα,

εκεί και αν ο ελληνικός λαός έχει απτά παραδείγματα και πικρή εμπειρία. Τα είπε χθες ο κ. Υπουργός, δε χρειάζεται να τα επαναλάβω.


Θα θυμίσω μόνο ότι, εξαιτίας του κλεισίματος των τραπεζών και των capital controls, το καλοκαίρι του 2015, η αξία των μετοχών που κατείχε το Ελληνικό Δημόσιο κατέρρευσε, από τα 11,6 δισ. ευρώ στο τέλος του 2014, στα 1,6 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2019.

Είναι προφανώς και αυτός ένας τρόπος για να υπερασπίζεσαι το δημόσιο συμφέρον. Αναφέρθηκε η κυρία Αχτσιόγλου στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς. Το 2020, η Τράπεζα είχε δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων περίπου στο 45%, τον υψηλότερο στην Ελλάδα,

και έναν από τους υψηλότερους μεταξύ των συστημικών τραπεζών υπό την εποπτεία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού.


Υπάρχει ή όχι ζήτημα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας αγαπητοί συνάδελφοι, όταν η μεγαλύτερη τράπεζα στην Ελλάδα έχει «κόκκινο» το μισό χαρτοφυλάκιο δανείων της; Θα έμπαινε ή όχι το συγκεκριμένο τραπεζικό ίδρυμα σε ένα φαύλο κύκλο αδυναμίας μεγέθυνσης του ισολογισμού και παραγωγής οργανικών κερδών;


Αν δεν προχωρούσε η εξυγίανση του ισολογισμού της τράπεζας, θα υπήρχε ή όχι κόστος για τους καταθέτες και το δημόσιο;


Συνεπώς πως προασπίζεις το δημόσιο συμφέρον; Με τον παραπάνω τρόπο που τόσο καιρό υπονοείτε ότι έπρεπε να γίνει ή με τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε το 2021, δηλαδή: Ενισχύοντας τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και αποκαθιστά τις συνθήκες πρόσβασης της τράπεζας στις αγορές κεφαλαίου;


Η δεύτερη ουσιώδης διαφορά μας έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το δημόσιο συμφέρον

και το ρόλο που πρέπει να επιτελέσει στην προάσπισή του το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.


Η θέση της αντιπολίτευσης θα μπορούσε να συνοψιστεί περίπου ως εξής: Μένει το Ταμείο στη μετοχική σύνθεση των τραπεζών; Διασφαλίζεται το δημόσιο συμφέρον. Φεύγει το Ταμείο: Χάνεται ο έλεγχος του δημοσίου στο τραπεζικό σύστημα.


Ειλικρινά δεν ξέρω αν πρόκειται για παρανόηση ή σκοπιμότητα από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ

ως προς το ρόλο αυτού του νομικού προσώπου.


Θα το πω επομένως όσο πιο απλά μπορώ ώστε να γίνουμε κατανοητοί στους Έλληνες πολίτες: Παρουσία του Ταμείου στις τράπεζες, στη βάση τουλάχιστον του καταστατικού του σκοπού, σημαίνει προβληματικό τραπεζικό σύστημα: Σημαίνει δηλαδή, μειωμένη ή καθόλου κερδοφορία, μη βιώσιμο αριθμό μη εξυπηρετούμενων δανείων, αδύναμη λειτουργία.


Σημαίνει ακόμη, αδυναμία προσέλκυσης ιδιωτικών κεφαλαίων στις Τράπεζες -και συνεπώς σημαίνει ασύμμετρους όρους ανταγωνισμού με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές και διεθνείς τράπεζες.


Συνεπάγεται τέλος και αδυναμία προσέλκυσης ικανών στελεχών για τα οποία έγινε πολύς λόγος από τον ΣΥΡΙΖΑ.


Για το κατά πόσο η πρόβλεψη του σχεδίου νόμου για τη σύνδεση του bonus παραγωγικότητας - αποκλειστικά και μόνο με τη μορφή μετοχών ή άλλων ανάλογων τίτλων - με τη μείωση του ύψους των κόκκινων δανείων,

ευνοεί την προσέλκυση ικανών στελεχών, δεν έχετε παρά να ρωτήσετε την ίδια την τραπεζική αγορά. Διατηρείτε φαντάζομαι γνωριμίες που μπορούν να σας εξηγήσουν πόσο φιλική είναι αυτή η ρύθμιση.


Αλλά και εσείς πρέπει να δώσετε μια ξεκάθαρη απάντηση: Προτιμάτε κόκκινα δάνεια πάνω από το 10% και καθόλου bonus παραγωγικότητας με τον τρόπο που τα προβλέπει το παρόν σχέδιο νόμου σε ικανά στελέχη του ιδιωτικού τομέα ή προτιμάτε μεγάλο αριθμό κόκκινων δανείων και καθόλου πριμ παραγωγικότητας;

Πότε διασφαλίζεται καλύτερα το δημόσιο συμφέρον;


Το δημόσιο συμφέρον, κατά τη γνώμη μας υπηρετείται όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που προανέφερα.


Το σχέδιο νόμου που συζητούμε έχει ακριβώς αυτόν το στόχο: Να αναπροσαρμόσει τον καταστατικό σκοπό του Ταμείου - το οποίο να θυμίσουμε ξανά ότι ιδρύθηκε για να διασώσει τις τράπεζες και όχι για να επιτελέσει το δημόσιο πυλώνα του τραπεζικού συστήματος - και να του αποδώσει μια τελευταία αποστολή: Να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες θα αποδοθούν ξανά υγιείς στον ιδιωτικό τομέα και θα έχουν ενσωματώσει στην κουλτούρα εταιρικής διακυβέρνησής τους τα μαθήματα και τα παθήματα του παρελθόντος:



Αυτή ακριβώς την αποστολή προδιαγράφει το σχέδιο νόμου που συζητούμε σήμερα: Την σταδιακή αποεπένδυση του Ταμείου μέσω της πώλησης των τραπεζικών μετοχών που κατέχει, εντός των επομένων 3,5 ετών.


Ως εκ τούτου, αλλάζει ρόλο και αρμοδιότητες: Δε θα λειτουργεί πλέον ως ένας quasi εποπτικός φορέας ελέγχου και έγκρισης των αποφάσεων των τραπεζών αλλά ως ένας μέτοχος που θα έχει λόγο κυρίως στο ζήτημα του εταιρικού μετασχηματισμού των τραπεζικών ιδρυμάτων.


Πρόκειται ωστόσο θα έλεγα για έναν ιδιότυπο μέτοχο καθώς, όσο μειώνεται το ποσοστό του στις τράπεζες

τόσο αυξάνουν οι δυνατότητες αυτών για την προσέλκυση επενδύσεων, επιτυγχάνοντας εν τέλει τον στρατηγικό στόχο της αυτονομίας της λειτουργίας τους.


Όλη αυτή η διαδικασία "αποεπένδυσης" του Ταμείου προφανώς πρέπει να γίνει συντεταγμένα, με πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές αλλά και ασφαλιστικές δικλείδες υλοποίησης. Και αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο του σχεδίου νόμου που δεν πρέπει να μας διαφύγει.

Comentarios


bottom of page