top of page

Οι σχέσεις Ρωσίας - Τουρκίας και οι επιπτώσεις της για την Ελλάδα



Δαπίτισσες και δαπίτες, αγαπητές φίλες και φίλοι,


Θέλω να σας ευχαριστήσω για την τιμητική πρόκληση και να σας συγχαρώ ακόμη μια φορά για τις πολύ ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις λόγου που η παράταξη της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ διοργανώνει. Εκδηλώσεις αντάξιες της ιστορίας αυτής της φοιτητικής παράταξης και της προσφοράς της στην ανάπτυξη της ελευθερίας της σκέψης και του δημοκρατικού διαλόγου στα πανεπιστήμιά μας.


Η πραγματικά ενδιαφέρουσα πτυχή του θέματος που συζητούμε σήμερα και πρέπει να φωτίσουμε είναι, κατά τη γνώμη μου, όχι τόσο τα αίτια της τουρκικής προκλητικότητας - για τα οποία, άλλωστε, έχει χυθεί πολύ μελάνι - όσο για το ποια είναι, και κυρίως ποια θα έπρεπε να είναι, η στάση της Ε.Ε. απέναντι σε αυτήν.


Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, θα πρέπει προηγουμένως να κάνουμε ένα zoom out και να δούμε τη μεγάλη εικόνα στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, της Ευρασίας και της Μέσης Ανατολής.


Έχει επισημανθεί – και σωστά – ότι η τουρκική προκλητικότητα δεν έχει έναν συγκυριακό χαρακτήρα, ούτε πρέπει να ερμηνεύεται με όρους εσωτερικής κατανάλωσης. Εντάσσεται, αντίθετα, σε μια συνολική στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής της γείτονος, το βασικό ζητούμενο της οποίας είναι η περιφερειακή ηγεμονία, καταφεύγοντας, εφόσον χρειαστεί για να την επιτύχει, ακόμη και στη χρήση «σκληρής ισχύος».


Αυτό που δεν έχει αναδειχθεί όσο θα έπρεπε στο δημόσιο διάλογο είναι ότι η υλοποίηση αυτής της στρατηγικής ευνοήθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια από δύο παράγοντες: Πρώτον, την στρατηγική αναδίπλωση των Η.Π.Α. από την περιοχή της Ευρασίας και της Μέσης Ανατολής, σε συνδυασμό με τη στροφή της εξωτερικής τους πολιτικής προς τον Ειρηνικό, και, δεύτερον, από την απουσία στρατηγικής αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία από την ίδρυσή της στήριζε την άμυνά της στους ευρωατλαντικούς μηχανισμούς και ιδίως τις Η.Π.Α.


Τόσο η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία όσο και η τουρκική επιθετικότητα θα πρέπει να εξηγηθούν εντός αυτού του κενού ισχύος που δημιουργεί η απουσία της Δύσης από την περιοχή - ένα κενό που σπεύδουν να το καλύψουν άλλες δυνάμεις, οι οποίες επιχειρούν να ικανοποιήσουν τα συμφέροντά τους, όχι στη βάση του διεθνούς δικαίου, της συνεννόησης και της συνεργασίας, αλλά στηριζόμενες στην προβολή ωμής ισχύος, τον εκβιασμό και τον καταναγκασμό.


Από αυτήν την άποψη, η σχέση Ρωσίας -Τουρκίας είναι μια από τις σημαντικότερες διμερείς σχέσεις στην Ευρασία σήμερα. Καταρχάς, αυτά που τις ενώνουν είναι πολύ περισσότερα από αυτά που τις χωρίζουν. Ιστορικά, και οι δύο χώρες «υποφέρουν» από μια μετα-αυτοκρατορική κρίση. Τόσο ο Πούτιν όσο και ο Ερντογάν αντιλαμβάνονται το διεθνές κύρος που επιζητούν για τη χώρα τους, με όρους κυριαρχίας σε ευρύτερους γεωπολιτικούς χώρους:


Έτσι, η μεν Ρωσία διεκδικεί έναν ιδιαίτερο ρόλο στα εδάφη της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Σοβιετικής Ένωσης ενώ, αντίστοιχα, η Τουρκία θεωρεί πως το οθωμανικό παρελθόν της τη νομιμοποιεί να παρεμβαίνει, με όποιο τρόπο αυτή επιθυμεί, στη Μέση Ανατολή και την νοτιοανατολική Μεσόγειο.


Δεύτερον, τις δύο χώρες συνδέουν τα αυταρχικά μοντέλα διακυβέρνησής τους, που δίνει προτεραιότητα στην εθνική ασφάλεια έναντι του κράτους δικαίου και των φιλελεύθερων αξιών.


Τρίτον, και οι δύο χώρες είναι αρνητικές απέναντι στη φιλελεύθερη διεθνή τάξη, πυλώνας της οποίας είναι το διεθνές δίκαιο, καθώς θεωρούν ότι επιδρά αρνητικά στην υλοποίηση των επιδιώξεών τους.


Τέταρτον, και οι δύο χώρες έχουν στρατιωτικοποιήσει την εξωτερική τους πολιτική. Αυτό δεν γίνεται πάντοτε και αναγκαστικά με τη χρήση στρατιωτικής ισχύος: Μπορεί να διεξάγεται με υβριδικό πόλεμο, με πόλεμο δι’ αντιπροσώπων ή ασκώντας πειθαναγκασμό στις χώρες που τους αντιστέκονται.


Οι ομοιότητες ανάμεσα στα μέσα που χρησιμοποιούν οι δύο χώρες είναι εντυπωσιακές: Η μεταναστευτική κρίση τον Νοέμβριο του 2021 για παράδειγμα, στα σύνορα ΕΕ-Λευκορωσίας, αυτουργός της οποίας ήταν η Μόσχα, είναι ίδια με τη μεταναστευτική κρίση του Φεβρουαρίου του 2020 στον Έβρο, που προκάλεσε η Άγκυρα.

Όπως η Ρωσία, έτσι και η Τουρκία εκτελεί στρατιωτικές επεμβάσεις και καταλαμβάνει γειτονικά εδάφη, όταν είναι απαραίτητο: Η Μόσχα κατέχει την Κριμαία και μεγάλα τμήματα της ανατολικής και νότιας Ουκρανίας, και ουσιαστικά ελέγχει την Υπερδνειστερία, την Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία. Η Άγκυρα κατ’ ουσία ελέγχει τη βόρεια Κύπρο, κυβερνάει ευθέως μεγάλα τμήματα της βόρειας Συρίας, και έχει κυρίαρχη στρατιωτική παρουσία στο βόρειο Ιράκ και τη δυτική Λιβύη.


Πέμπτον, και οι δύο χώρες χρησιμοποιούν το ίδιο αφήγημα: Ισχυρίζονται ότι αυτό που ο πλανήτης βλέπει ως επιθετικότητα είναι στην πραγματικότητα η άμυνα τους απέναντι στην περικύκλωσή τους από εχθρούς:

Η μεν Ρωσία ισχυρίζεται ότι περικυκλώνεται από το ΝΑΤΟ, η δε Τουρκία καταγγέλλει τις διάφορες πρωτοβουλίες περιφερειακής συνεργασίας, όπως το East Med Gas Forum, το «Philia Forum» και τις πρωτοβουλίες των 3+1, την αμυντική συνεργασία Ελλάδας – Γαλλίας και Ελλάδας-ΗΠΑ, ως ενδείξεις ενός «σχεδίου» περικύκλωσης της.


Εντός του ίδιου αφηγήματος, η Ρωσία δε θέλει την ένταξη στο ΝΑΤΟ χωρών όπως η Ουκρανία, η Φινλανδία και η Σουηδία, ενώ η Τουρκία απαιτεί την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών. Η Ρωσία απειλεί - και τελικά διεξάγει - πόλεμο σε χώρες που θέλουν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, ενώ η Τουρκία απειλεί με πόλεμο αν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια.


Το δε σκεπτικό της Ρωσίας για την εισβολή και κατοχή της Κριμαίας είναι πανομοιότυπο με το σκεπτικό της Τουρκίας για την εισβολή και κατοχή της βόρειας Κύπρου: Η «προστασία» των εθνικών μειονοτήτων.


Αλλά και εκεί που Ρωσία και Τουρκία έχουν αποκλίνοντα συμφέροντα στην εξωτερική τους πολιτική, η σχέση τους δεν είναι σε καμία περίπτωση συγκρουσιακή. Θα μπορούσε αντίθετα να χαρακτηριστεί από συμβιωτική έως και συνεργατική:


Το βασικό pattern που εντοπίζει κανείς στη συμπεριφορά τους είναι ότι Άγκυρα και Μόσχα ακολουθούν μια προσέγγιση συγκυριαρχίας που στόχο έχει να ελαχιστοποιήσει την επιρροή της Δύσης.


Το μοντέλο αυτό το έχουμε δει σε πλείστες περιπτώσεις: Πετυχαίνοντας για παράδειγμα την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τη βορειοανατολική Συρία, η Τουρκία διευκόλυνε την κατάληψη των αμερικανικών βάσεων από τη Ρωσία.


Με την ανάπτυξη δυνάμεων και μέσων για την υποστήριξη της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας της Λιβύης,

η Τουρκία προκάλεσε τη ρωσική στρατιωτική ανάπτυξη στα κεντρικά και τα ανατολικά της χώρας. Επιπλέον, η παρουσία των μισθοφόρων της μίας χώρας «νομιμοποίησε» την παρουσία των δυνάμεων της άλλης, διαιωνίζοντας έτσι την παρουσία ξένων μαχητών στη χώρα και διατηρώντας τη Λιβύη σε αστάθεια.


Στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η Ρωσία και η Τουρκία παραμέρισαν την Ομάδα Μινσκ του ΟΑΣΕ, ελαχιστοποιώντας κάθε δυτική επιρροή. Στο Μάλι, τέλος, η πολιτική και θρησκευτική προέλαση της Τουρκίας,

σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του ρωσικού Wagner Group, έχουν συμβάλλει στον παραγκωνισμό της γαλλικής και ευρωπαϊκής παρουσίας.


Μπροστά σε αυτήν την πραγματικότητα τίθεται ένα κρίσιμο ερώτημα: Πως βλέπει η Ρωσία την τουρκική προκλητικότητα απέναντι στην Ελλάδα; Φαινομενικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι κρατά μια ουδέτερη στάση, καλώντας απλώς τις δύο χώρες «να τα βρουν». Αυτό το «να τα βρουν» όμως ενισχύει το αφήγημα της Άγκυρας η οποία θέλει να ικανοποιήσει τα συμφέροντά της έναντι της Ελλάδας, όχι στη βάση του διεθνούς δικαίου αλλά με κριτήριο την ισχύ της και το ρόλο που η ίδια έχει επιφυλάξει για τον εαυτό της στην περιοχή.


Αυτή η έμμεση ενθάρρυνση των περιφερειακών φιλοδοξιών της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας με τρόπο που την απομακρύνουν από την Ε.Ε., το ΝΑΤΟ και τις Η.Π.Α., αποτελεί εδώ και καιρό σημαντικό στοιχείο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής.


Αυτό μπορούμε να το αντιληφθούμε και από άλλες πτυχές τις εξάρτησης της Άγκυρας από τη Μόσχα: Οι πύραυλοι S400, που απέκτησε η Τουρκία, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα: αφενός έδωσαν στη Μόσχα ένα σημαντικό πλεονέκτημα στη νότια πτέρυγα της και παράλληλα συνέβαλαν στην αποπομπή της Τουρκίας από το πρόγραμμα F-35. Ένα ακόμη παράδειγμα είναι η ρωσική υποστήριξη των προσπαθειών της Τουρκίας να κατοχυρώσει τον έλεγχο της διαμετακόμισης ενέργειας από την Ανατολή προς τη Δύση, καθιστάμενη η ίδια ενεργειακός «κόμβος».


Η επιδίωξη της Ρωσίας να συνάψει διμερείς ενεργειακές συμφωνίες με την Τουρκία, με τους αγωγούς Blue Stream και TurkStream και το έργο του πυρηνικού σταθμού Akkuyu, ενίσχυσαν την θέση της Τουρκίας έναντι της Ε.Ε., αλλά επίσης κατέστησαν την Άγκυρα εξαρτημένη από το φυσικό αέριο, τα πυρηνικά καύσιμα και την τεχνογνωσία της Ρωσίας.


Δεν θα πρέπει επομένως να μας προξενεί εντύπωση γιατί η Τουρκία είναι η μόνη χώρα μέλος του ΝΑΤΟ

που σαμποτάρει τις κυρώσεις που έχει επιβάλλει η Δύση στη Ρωσία και αντιδρά στην είσοδο της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Αυτό που πρέπει να μας εντυπωσιάζει, ωστόσο, είναι η αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να κατανοήσει αυτήν τη σύνθετη γεωπολιτική πραγματικότητα και τους ουσιαστικούς λόγους που οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση στο να λάβει μια ξεκάθαρη θέση υπέρ της Ουκρανίας, μετά τη ρωσική εισβολή.


Μπροστά σε αυτό το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον η Ε.Ε. έχει μόνο μια επιλογή: να ενισχύσει την στρατηγική της αυτονομία. Μια Ευρώπη ενωμένη, αποφασισμένη να υπερασπιστεί, ακόμη και με τη χρήση στρατιωτικής συνδρομής αν χρειαστεί, την ευρωπαϊκή ασφάλεια, την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών – μελών της, είναι κατά τη γνώμη μου ο πιο αποτρεπτικός παράγοντας στην τουρκική επιθετικότητα.


Αυτή την προοπτική στην ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και την άμυνα, η σημερινή κυβέρνηση την στήριξε και την στηρίζει από την πρώτη στιγμή και αποτελεί σήμερα συστατικό στοιχείο της εθνικής μας εξωτερικής πολιτικής.


Στην δική μου οπτική, αλλά και πολλών άλλων, η Ε.Ε. πρέπει να αντιληφθεί ότι βρισκόμαστε εν μέσω ενός ανταγωνισμού μεταξύ δημοκρατικών και αυταρχικών συστημάτων διακυβέρνησης, που συνοδεύεται από αντίστοιχα αφηγήματα.


Και όπως η φύση απεχθάνεται το κενό, έτσι και η υποχώρηση ή η αδράνεια της Ευρώπης, με ότι αυτή εκπροσωπεί, θα σημάνει την εδραίωση της ισχύος στην περιοχή μας εκείνων των δυνάμεων που θα οδηγήσουν την ήπειρο πολλές δεκαετίες πίσω.


Σας ευχαριστώ.





Comments


bottom of page